- ἱππάκην
- ἱππάκηmare's-milk cheesefem acc sg (attic epic ionic)ἱππάκηςmare's-milk cheesemasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππάκη — ἱππάκη, ἡ (Α) [ίππος] 1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι τοῡτο δ ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.) 2. είδος φυτού … Dictionary of Greek